- ανθόφιλα
- (anthophila). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των μελισσιδών ή απιδών. Τρέφονται κυρίως με τη γύρη και το νέκταρ των λουλουδιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθόφιλος — η, ο 1. αυτός που αγαπά τα άνθη 2. το ουδ. ως ουσ. ανθόφιλα ονομ. των Μελιγόνων* Υμενόπτερων … Dictionary of Greek